- κατευδαιμονίζω
- κατευδαιμονίζω (Α)επιτ. τ. τού ευδαιμονίζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατευδαιμονίζει — κατευδαιμονίζω pres ind mp 2nd sg κατευδαιμονίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευδαιμονίσαι — κατευδαιμονίζω aor inf act κατευδαιμονίσαῑ , κατευδαιμονίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)